- αβεβαίωτος
- [авэаэотос] επ неподтверждённый, непроверенный.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
αβεβαίωτος — η, ο αυτός που δεν είναι βεβαιωμένος, καθορισμένος: Ο φόρος για την κληρονομιά ήταν ακόμη αβεβαίωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβεβαίωτος — η, ο [βεβαιώνω] 1. ο μη βεβαιωθείς, ανεπιβεβαίωτος, ανεξακρίβωτος, ανεπικύρωτος, αναπόδεικτος 2. (για φόρο) αυτός που δεν καθορίστηκε … Dictionary of Greek